παραμερος

παραμερος
    παράμερος
    2
    дор. = παρήμερος См. παρημερος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παραμερος" в других словарях:

  • παράμερος — (I) η, ο αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα]. (II) ον, Α (δωρ. τ.) βλ. παρήμερος …   Dictionary of Greek

  • παράμερος — η, ο αυτός που βρίσκεται παράμερα, απομονωμένος, απόκεντρος: Το σπίτι μας βρίσκεται σε παράμερο και ήσυχο δρόμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράμερον — παράμερος masc/fem acc sg παράμερος neut nom/voc/acc sg παρά̱μερον , παρήμερος coming day by day masc/fem acc sg (doric) παρά̱μερον , παρήμερος coming day by day neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράμερα — παράμερος neut nom/voc/acc pl παρά̱μερα , παρήμερος coming day by day neut nom/voc/acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάμερος — η, ο 1. αυτός που βρίσκεται κάπως μακριά, απόμερος, παράμερος 2. απόκεντρος, απόκοσμος, ασύχναστος, ερημικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + μέρος. ΠΑΡ. ανάμερα] …   Dictionary of Greek

  • απόδρομος — ο (Α ἀπόδρομος) 1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα 2. παράμερος δρόμος αρχ. αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου …   Dictionary of Greek

  • εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… …   Dictionary of Greek

  • παρήμερος — η, ο / παρήμερος και δωρ. τ. παράμερος, ον, ΝΑ αυτός που συμβαίνει κάθε δεύτερη μέρα αρχ. αυτός που έρχεται κάθε μέρα, ο καθημερινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. εφ ήμερος] …   Dictionary of Greek

  • απόμερος — η, ο επίρρ. α παράμερος, απόκεντρος, μακρινός: Τον πήρε απόμερα και του είπε τι είχε γίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»